- πατερούλης
- ο [πατέρας](υποκορ. τού πατέρας) πατεράκης, μπαμπάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
αφεντάκης — ο 1. πατερούλης 2. γέρος, μπάρμπας 3. σύζυγος 4. πεθερός 5. παπάς … Dictionary of Greek
μπαμπάκας — ο 1. (με θωπευτική σημ.) ο πατερούλης («αύριο θά ρθει ο μπαμπάκας μου») 2. χρησιμοποιείται και με ειρωνική σημασία («ας είναι καλά ο μπαμπάκας του που τόν χαρτζιλικώνει κάθε τόσο») … Dictionary of Greek
παπάκης — ο [πάπας] θωπευτική λέξη αντί πατέρας) πατερούλης, μπαμπάκας … Dictionary of Greek
παππίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Π. και Ισαάκος. Πέρσες πρεσβύτεροι, που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Νοεμβρίου. 2. Π., Διόδωρος και Κλαυδιανός. Κατάγονταν από την Ατταλεία. Μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η… … Dictionary of Greek
πατέριον — τὸ, Α (υποκορ. τού πατήρ) πατερούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ τού πατήρ + υποκορ. κατάλ. ιον) … Dictionary of Greek
πατεράκης — ο [πατέρας] (υποκορ. τού πατέρας) πατερούλης, μπαμπάκας … Dictionary of Greek
πατρίδιον — τὸ, Α (κωμ. υποκορ. τού πατήρ), πατερούλης, πατεράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γαστρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… … Dictionary of Greek
πατέρας — ο πληθ. ες και άδες, και πατερούλης, ο και πατεράκης, ο γονιός, προστάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)